βούϊσμα

βούϊσμα
τό
1) шум; гул; вой, завывание; 2) звон, жужжание;

βούϊσμα των αυτιών — звон в ушах


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βούϊσμα" в других словарях:

  • βούισμα — το 1. βοή, βουητό 2. δυσφημιστική ή αποδοκιμαστική διάδοση εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • βούισμα — το η βοή, ο θόρυβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • βόισμα — και βούισμα, το 1. βοή 2. βόμβος …   Dictionary of Greek

  • εμβοή — η βούισμα τών αφτιών, ηχητικό αίσθημα που δεν προκαλείται από εξωτερικό θόρυβο …   Dictionary of Greek

  • εύροιζος — εὔροιζος, ον (Μ) (για χρυσό) αυτός που ηχεί καλά, που από τον ήχο του φαίνεται η γνησιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροίζος «βούισμα, σφύριγμα»] …   Dictionary of Greek

  • ζουζούνισμα — το [ζουζουνίζω] το αποτέλεσμα τού ζουζουνίζω, ο ήχος «ζζζ...» που παράγεται από μερικά έντομα, το βούισμα, ο βόμβος εντόμων …   Dictionary of Greek

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοβούισμα — το ο βόμβος, το βούισμα τών μελισσών («μελισσοβούισμ απαλό να χύνεται γρικάς», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • περιβόμβησις — ήσεως, ἡ Μ [περιβομβώ] το βούισμα γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»